Ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡA): Kάτι περισσότερο από μια ασθένεια των αρθρώσεων

Η Ρευματοειδής Αρθρίτις (ΡΑ) (Rheumatoid Arthritis) είναι μία συστηματική Αυτοάνοση Νόσος, η οποία - αν αφεθεί χωρίς θεραπεία- προκαλεί άλλοτε άλλου βαθμού αναπηρία.
Οροθετική αρθρίτις, οροαρνητική αρθρίτις και παλίνδρομος ρευματισμός, είναι μορφές της ΡΑ. Είναι η πιο συχνή συστηματική Αυτοάνοση φλεγμονώδης αρθρίτιδα. Η συχνότητα της είναι περίπου 1%, με αναλογία 3:1 γυναίκες /άνδρες και με παγκόσμια γεωγραφική κατανομή. Αποτελεί μία νόσο που «δεν γνωρίζει ηλικία», ακόμη και οι νεαρές ηλικίες πλήττονται από τη νόσο.

Παθογένεια

Σχεδόν κάθε τύπος κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και φλεγμονώδης μεσολαβητής εμπλέκεται στη διαδικασία της νόσου: Λεμφοκύτταρα, Μακροφάγα και τα Δενδριτικά κύτταρα, Ινοβλάστες αρθροκυττάρων κ.ά., διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεια της Ρ.Α . Παράγουν μια ποικιλία χημειοκινών - κυτοκινών, και ένζυμα αποδόμησης του διάμεσου υλικού , που μεσολαβούν στην αλληλεπίδραση με τα γειτονικά φλεγμονώδη και ενδοθηλιακά κύτταρα, και είναι υπεύθυνα για την προοδευτική φλεγμονή των αρθρώσεων και την καταστροφή του αρθρικού χόνδρου , του αρθρικού υμένα και των οστών. Δεδομένης της ετερογενούς ανταπόκρισης στη θεραπεία, είναι σαφές ότι η ΡΑ δεν είναι μια ενιαία ασθένεια. Αντίθετα η παθογένειά της περιλαμβάνει πολλά μονοπάτια που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτοδραστικότητα με παρόμοια κλινική έκφραση. Προκύπτει από μια σύνθετη αλληλεπίδραση
μεταξύ των γονιδίων και του περιβάλλοντος, που οδηγούν σε διακοπή της ανοσολογικής ανοχής και αρθρική φλεγμονή.

Ειδικότερα συμμετέχουν πολλοί παράγοντες:

Γενετικοί παράγοντες

Γονίδια του μείζονος συστήματος ιστοσυμβατότητας τάξης ΙΙ (HLA-DR) αλληλόμορφα HLA-DRB1 καθώς και γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες με κεντρικό ρόλο στη λειτουργία και ρύθμιση του Ανοσοποιητικού Συστήματος, όπως τα PTPN22, TRAF1, C5, STAT4, IRF5.

Περιβαλλοντικοί παράγοντες

Το Κάπνισμα (που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου x 20-40 φορές) , το stress κ.ά Ενοχοποιούνται επίσης λοιμογόνοι παράγοντες(ιοί, βακτηρίδια).

Πορεία νόσου – Πρόγνωση

Η νόσος προχωρά με περιόδους αυτόματης ύφεσης και έξαρσης. 10% των ασθενών παρουσιάζει περίοδο μακράς ύφεσης πολλών ετών - 75% ταχεία ή βραδεία εξελικτική αναπηρική πορεία ενώ το 15% διαλείπουσα πορεία με σύντομες περιόδους πλήρους ύφεσης .

Δείκτες κακής πρόγνωσης

  • οροθετική νόσος
  • ρευματικά οζίδια
  • γονίδιο HLA-DR4
  • πρώιμες διαβρώσεις
  • εξωαρθρικές εκδηλώσεις
    • Bαριά αναπηρία: 6-12% των ασθενών με Ρ.Α.
    • 1/3 έως ½ των ασθενών παρουσιάζουν ελαττωμένη ικανότητα για εργασία
    • Tα άτομα με ΡΑ παρουσιάζουν ελαττωμένη επιβίωση (7 έτη στους άνδρες, 3 έτη στις γυναίκες)
    • Μετά 10 έτη νόσου το 50% των ασθενών με ΡΑ παρουσιάζει σοβαρή αναπηρία.

Όλα τα ανωτέρω θα συμβούν αν η νόσος δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά!

Κλινική προσβολή κατά την έναρξη

01 pa

Πολυαρθρική 75% : Μικρές αρθρώσεις: 60%(άκρων χεριών –ποδών). Μεγάλες αρθρώσεις: 30% .Μεγάλες-μικρές: 10%

Μονοαρθρική: 25%: Γόνατο:50%, Ώμος, Καρπός , Ισχίο 50% , Αστράγαλος, Αγκώνας.

Τα συμπτώματα της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας ποικίλλουν από άτομο σε άτομο.

Κύρια συμπτώματα της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας αποτελούν ο πόνος στις αρθρώσεις, το πρήξιμο και η δυσκαμψία. Είναι πιθανό, όμως, να προκαλέσει γενικότερα συμπτώματα και φλεγμονή και σε άλλα μέρη του σώματος. Ορισμένοι ασθενείς, πέρα από τα συμπτώματα στις αρθρώσεις, μπορεί να εμφανίσουν και γενικότερα συμπτώματα, όπως κόπωση και έλλειψη ενέργειας, πυρετό, εφίδρωση, μειωμένη όρεξη και απώλεια βάρους , ξηροφθαλμία , αλλά και πόνο στο στήθος, εάν επηρεάζονται η καρδιά ή οι πνεύμονες.

Διάγνωση

Βασικοί χρήσιμοι εργαστηριακοί δείκτες στην Ρ.Α. είναι:

O Ρευματοειδής Παράγων (RF) που είναι ένα αυτοαντίσωμα έναντι του Fc τμήματος της IgG με ειδικότητα 75-80%. Τα αντισώματα έναντι αντι-κυκλικών κιτρουλλινοποιημένων πεπτιδίων (anti-CCP antibodies ή ΑCPA) με ειδικότητα 96%.

Η παρουσία τους (οροθετική ΡΑ) προδικάζει βαρύτερη κλινική πορεία, αν και από μόνα τους δεν θέτουν την διάγνωση της ΡΑ.

Θεραπεία

Γενικές αρχές θεραπευτική αγωγής: 1. Η θεραπεία της νόσου γίνεται πάντα από τον ρευματολόγο σε συνεργασία και με τη σύμφωνη γνώμη του καλά ενημερωμένου ασθενούς. 2. Η έναρξη της θεραπείας πρέπει να γίνεται άμεσα με τη διάγνωση της νόσου για την καλύτερη αποτελεσματικότητα της αρχικής θεραπευτικής αγωγής και τη πρόληψη μόνιμων βλαβών. 3. Η εκτίμηση της ενεργότητας της νόσου και της αποτελεσματικότητας της θεραπείας γίνεται με καθιερωμένους δείκτες ενεργότητας της νόσου. Στόχοι της θεραπευτικής αγωγής είναι η ύφεση ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, η χαμηλή ενεργότητα της νόσου. (έλεγχος της υμενίτιδας και την αποφυγή της βλάβης της άρθρωσης.) Για την επίτευξη των παραπάνω θεραπευτικών στόχων, απαιτείται η συχνή παρακολούθηση των ασθενών. Χρυσός κανόνας είναι: «θεράπευσε νωρίς-θεράπευσε αποτελεσματικά» (Treat early-treat efficiently).

Βήματα θεραπευτικής αγωγής

Η αρχική θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει τη χορήγηση συμβατικών συνθετικών τροποποιητικών της νόσου αντιρρευματικών φαρμάκων (csDMARDs) ως μονοθεραπεία: μεθοτρεξάτης , λεφλουνομίδη , σουλφαζαλαζίνη , υδροξυχλωροκίνης . Επίσης, στην αρχική αγωγή ή κατά την διάρκεια εξάρσεων της νόσου, μπορεί να προστεθούν κορτικοστεροειδή (πρεδνιζολόνη ή ανάλογο της σε δόση ≤7.5 mg/ημέρα) για χρονικό διάστημα, ανάλογο με την ανταπόκριση του ασθενούς .

Οι βιολογικοί παράγοντες άλλαξαν δραστικά το τοπίο της θεραπείας της Ρ.Α.

Bιολογικά DMARDs (bDMARDs) Anti-TNFs (αλφαβητικά) Adalimumab Certolizumab Pegol Etanercept Golimumab Infliximab ή Μη anti-TNFs Abatacept Aναστολείς IL-6 (Sarilumab* ή Tocilizumab) Anakinra ή Αντίστοιχο εγκεκριμένο βιοομοειδές ή B. Aναστολέας των JAK κινασών* Βaricitinib Τofacitinib ή Γ. Rituximab .

Ο συνδυασμός των ανωτέρω παραγόντων ή η μονοθεραπεία εξαρτάται από παράγοντες ποικίλους, που υπόκεινται στην κρίση του θεράποντος Ρευματολόγου. Το γεγονός ότι η νόσος ανταποκρίνεται ποικιλοτρόπως στις διάφορες φαρμακευτικές προσεγγίσεις, καταδεικνύει ότι η ΡΑ δεν είναι μία ενιαία νόσος.

Συμπερασματικά

Μια καλύτερη κατανόηση των διαφόρων προδιαθεσικών και πυροδοτικών παραγόντων, στην πρώιμη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα θα πρέπει να αποφέρει βιολογικούς δείκτες με προγνωστική και θεραπευτική χρησιμότητα γι’ αυτή την κλινικά ετερογενή πάθηση. Η εξατομικευμένη θεραπεία αποτρέπει πλέον την εγκαθίδρυση αναπηριών και εξασφαλίζει μια καλή ποιότητα ζωής.