Ποιες είναι οι βασικές προληπτικές εξετάσεις για το μαστό;

Κάθε ασυμπτωματική γυναίκα πρέπει να αυτοεξετάζεται μια φορά το μήνα (συνήθως την πρώτη εβδομάδα μετά το τέλος της περιόδου) και να επισκέπτεται έναν χειρουργό μαστού (μαστολόγο) μια φορά το χρόνο για κλινική εξέταση. Την κλινική εξέταση, ακόμη κι εάν είναι εντελώς φυσιολογική, πρέπει να ακολουθεί αμφοτερόπλευρη μαστογραφία, εαν η γυναίκα είναι άνω των 35-40 ετών. Εάν υπάρξουν ευρήματα κατά την ψηλάφηση ή στη μαστογραφία, τότε απαιτείται στοχευμένο υπερηχογράφημα μαστών, στην περιοχή των ευρημάτων. Το υπερηχογράφημα πρέπει να συνοδεύει τη μαστογραφία ή την κλινική εξέταση και όχι να τις αντικαθιστά.

Οι γυναίκες που έχουν συμπτώματα (ψηλαφητή μάζα, έκκριμα απο τη θηλή, μασταλγία, δερματικές αλλοιώσεις της θηλής) πρέπει να επισκεφθούν το χειρουργό μαστού το συντομότερο δυνατόν.

Ψηλάφηση

Παρά την ανάπτυξη σύγχρονων και εξαιρετικά ευαίσθητων απεικονιστικών μεθόδων, ο ρόλος της ψηλάφησης (κλινική εξέταση) παραμένει πρωταρχικής σημασίας για την εκτίμηση των ασθενών, την αξιολόγηση των κλινικών ευρημάτων και την επιλογή των κατάλληλων διαγνωστικών μεθόδων.

Υπερηχογράφημα μαστών

Το υπερηχογράφημα μαστών είναι η εξέταση εκλογής για τη στοχευμένη εκτίμηση μιας περιοχής στο μαστό, όταν υπάρχουν κλινικά ή απεικονιστικά (από άλλες απεικονιστικές μεθόδους) ευρήματα. Επίσης είναι η μέθος εκλογής για απεικονιστικά υποβοηθούμενες βιοψίες ή παρακεντήσεις και πιο ευαίσθητη εξέταση για την εκτίμηση των μασχαλιαίων λεμφαδένων. Η αξία του στον προληπτικό έλεγχο ασυμπτωματικών ασθενών αμφισβητείται.

Μαστογραφία

Η μαστογραφία είναι η μέθοδος εκλογής για τον ευρείας κλίμακας ετήσιο προληπτικό έλεγχο των ασυμπτωματικών γυναικών άνωθεν των 35-40 ετών. Είναι η καλύτερη εξέταση για τον εντοπισμό μικροαποτιτανώσεων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν πρώιμη ένδειξη κακοήθειας. Η αξία της μαστογραφίας ως μέσον προληπτικού ελέγχου είναι τεκμηριωθεί, καθώς μπορεί να εντοπίζει έγκαιρα αναπτυσσόμενους όγκους που θα γίνονταν κλινικά αντιληπτοί περίπου δύο χρόνια αργότερα, ενώ υπολογίζεται ότι το screening με μαστογραφία των ασυμπτωματικών γυναικών μειώνει τη θνητότητα από τον καρκίνο του μαστού κατά 25 - 30%.

Η ψηφιακή μαστογραφία είναι ο απόγονος της αναλογικής και έχει μεγαλύτερη διαγνωστική αξία, αυξάνοντας την ευαισθησία της μαστογραφίας σε συγκεκριμένες ομάδες γυναικών, ενώ η ασθενείς εκτίθενται σε λιγότερη ακτινοβολια και η εξέταση διαρκεί λιγότερο. Απόγονος της ψηφιακής μαστογραφίας είναι η τομοσύνθεση ή «3D μαστογραφία», η οποία δίνει τη δυνατότητα εντοπισμού βλαβών που δεν ήταν σαφώς εμφανείς στην απλή ψηφιακή μαστογραφία. Επίσης, πλέον υπάρχει η δυνατότητα διενέργειας μαστογραφίας με σκιαγραφικό (CESM), που είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την διαφοροδιάγνωση μαστογραφικών ευρημάτων σε ασθενείς με πυκνούς μαστούς.

Μαγνητική Τομογραφία Μαστού

Η μαγνητική τομογραφία μαστού ή μαγνητική μαστογραφία είναι σύγχρονη και εξειδικευμένη απεικονιστική μέθοδος με πολύ συγκεκριμένες ενδείξεις, η ευαισθησία της οποίας αγγίζει το 100% στην ανίχνευση του καρκίνου του μαστού, στις περιπτώσεις διηθητικού καρκίνου και το 92% στις περιπτώσεις μη διηθητικού καρκίνου (DCIS).
Επίσης χρησιμοποιείται ως μέθοδος προληπτικού ελέγχου για ομάδες υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου μαστού, λόγω γονιδιακών μεταλλάξεων.

Το βασικότερο της μειονέκτημα της μαγνητικής μαστογραφίας, εκτός από το υψηλό κόστος είναι ότι έχει υψηλά ποσοστά ψευδώς θετικών ευρημάτων, γεγονός που συνεπάγεται επιπλέον διαγνωστικές εξετάσεις και βιοψίες και κατ’ επέκτασιν μεγαλύτερο άγχος για τις ασθενείς.

DNA testing

Η πλειονότητα των περιστατικών καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών είναι σποραδικά, δηλαδή δεν έχουν κληρονομική προδιάθεση. Μόνο ένα ποσοστό γύρω στο 10% οφείλονται σε γονιδιακές μεταλλάξεις. Το DNA testing ή γονιδιακός έλεγχος είναι ο έλεγχος σε δείγμα αίματος ή σιέλου για την ανεύρεση γονιδιακών μεταλλάξεων που είτε οφείλονται για την ανάπτυξη ενός ήδη διαγνωσμένου καρκίνου του μαστού ή δημιουργούν προδιάθεση για ανάπτυξή του στο μέλλον. Ο γονιδιακός έλεγχος πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένα κριτήρια, με βασικότερα όλων το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό της ασθενούς και δεν αφορά σε κάθε ασθενή με διάγνωση καρκίνου μαστού ή σε κάθε γυναίκα με θετικό οικογενειακό ιστορικό.

Ως γνωστόν, μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1/2 δημιουργούν προδιάθεση για ανάπτυξη καρκίνου μαστού κατά τη διάρκεια της ζωής μιας γυναίκας σε ποσοστό 80% και για ανάπτυξη δεύτερου καρκίνου μαστού σε ποσοστό 60-65%. Επίσης αυξάνουν σημαντικά και τον αντίστοιχο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών (11 - 50%). Εκτός των BRCA, που είναι τα πλέον γνωστά, υπάρχουν κι άλλα υπεύθυνα γονίδια, μεταλλάξεις στα οποία προδιαθέτουν σε ανάπτυξη καρκίνου του μαστού, όπως ενδεικτικά είναι τα PALB2, CHECK2, PΤ53, CDH1, PTEN, ενώ είναι βέβαιο πως υπάρχουν και άλλα υπεύθυνα γονιδια, των οποίων ο ρόλος δεν έχει ανακαλυφθεί ή διερευνηθεί πλήρως ακόμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι φορείς γονιδιακών μεταλλάξεων είναι σε αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη και άλλων μορφών καρκίνου εκτός αυτών του μαστού και των ωοθηκών.

Οι γυναίκες με επιβεβαιωμένες μεταλλάξεις σε συγκεκριμένα γονίδια ή ακόμη και αυτές χωρίς επιβεβαιωμένη μετάλλαξη, αλλά που ο κίνδυνός τους για ανάπτυξη καρκίνου μαστού έχει υπολογισθεί να είναι υψηλός, βάσει του οικογενειακού τους ιστορικού, χρήζουν στενής παρακολούθησης. Η πιο αποτελεσματική προληπτική μέθοδος εξακολουθεί να είναι η αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή με ταυτόχρονη αποκατάσταση, η οποία μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού κατά 90 - 95%.