Ρήξη του προσθίου χιαστού συνδέσμου

O πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος (ΠΧΣ) αποτελεί τον πλέον συχνά σύνδεσμο στο γόνατο που υφίσταται ρήξη. Περισσότερες από 120.000 ρήξεις του συνδέσμου συμβαίνουν στις Η.Π.Α κάθε χρόνο και ιδιαίτερα στις ηλικίες από 14-20 χρόνων. Στο ίδιο επίπεδο δραστηριότητας, οι γυναίκες υπερισχύουν σε ρήξεις και μάλιστα σε ποσοστό 4 προς 1. Λεπτομερές ιστορικό και μηχανισμός του τραυματισμού, κλινική εξέταση, ακτινογραφία γόνατος και ιδιαίτερα μαγνητική τομογραφία γόνατος, η οποία αποτελεί και το gold-standard, θέτουν τις βάσεις για τη διάγνωση της βλάβης.

Η συντηρητική αντιμετώπιση ενδείκνυται σε ασθενείς που κάνουν καθιστική εργασία, ενώ για τα δραστήρια άτομα και για ασθενείς που θέλουν να επιστρέψουν σε υψηλού επιπέδου άθλημα, δεν επαρκεί. Επιπλέον η χρόνια ανεπάρκεια λόγω ρήξης του συνδέσμου από μεγάλο χρονικό διάστημα, οδηγεί σε συνοδές βλάβες στους μηνίσκους και στους χόνδρους, με αποτέλεσμα επιπλέον αστάθεια της άρθρωσης και καταστροφικές συνέπειες για το γόνατο.

Η αρθροσκοπική χειρουργική και η αποκατάσταση του συνδέσμου, είναι καθολικά αποδεκτή και έχει καλά αποτελέσματα στην πλειονότητα των ασθενών. Η ανατομική συνδεσμοπλαστική του προσθίου χιαστού συνδέσμου, με δημιουργία ενός καναλιού στην κνήμη και ενός στον μηρό, σεβόμενοι την ακριβή ανατομική θέση του συνδέσμου, με χρήση αυτολόγων βιολογικών μοσχευμάτων, αποτελεί τη σημερινή γνώση. Η μέθοδος αυτή αποκαθιστά την ακριβή ανατομία και κινηματική του συνδέσμου και επιτρέπει την επιστροφή του αθλητή στο προηγούμενο επίπεδο δραστηριότητας, αποφεύγοντας τη δημιουργία οστεοαρθριτικών αλλοιώσεων στην άρθρωση.

Ο «ορθός χρόνος» που θα υποβάλουμε τον ασθενή στη χειρουργική επέμβαση, είναι ακόμα υπο συζήτηση επηρεαζόμενος από κλινικούς, αντικειμενικούς και από ορισμένους κοινωνικούς παράγοντες. Η απόφαση μας εξαρτάται από τον αίμαρθρο στο γόνατο, την τοπική αυξημένη θερμοκρασία της περιοχής αλλά και το εύρος της κίνησης του γονάτου. Η προεγχειρητική δύναμη του τετρακεφάλου μυός παίζει σημαντικό ρόλο στην τελική έκβαση του επιθυμητού αποτελέσματος και προτείνεται ότι τουλάχιστον το 80% της ισχύος του τετρακεφάλου μυός θα πρέπει να έχει ήδη επιτευχθεί προεγχειρητικά. Οι κοινωνικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν τον χρόνο που θα γίνει το χειρουργείο, αφορούν προσωπικούς λόγους όπως: σχολείο, φοιτητικές, στρατιωτικές ή εργασιακές και κοινωνικές υποχρεώσεις κλπ), κόστος, συναισθηματική προετοιμασία και γνώση του ασθενούς για την επέμβαση που θα υποβληθεί, για το μακρόχρονο και επίπονο διάστημα της αποκατάστασης, αλλά και βέβαια επιλογή του εξειδικευμένου χειρουργού που θα αναλάβει την χειρουργική αντιμετώπιση. Η αρθροίνωση (συμφύσεις-δυσκαμψία) είναι μια από τις πλέον κοινές επιπλοκές μετά από μια άμεση χειρουργική αντιμετώπιση ρήξης του συνδέσμου. Οι αλλαγές που γίνονται μέσα στην άρθρωση και αφορούν στην αρθροίνωση πραγματοποιούνται μέσα στις πρώτες τρείς εβδομάδες από τον τραυματισμό.

Ασθενείς που θα χειρουργηθούν μέσα στις πρώτες 7 ημέρες, από τον τραυματισμό είναι οι πλέον επιρρεπείς στο να αναπτύξουν αρθροίνωση, συγκριτικά με αυτούς που θα υποβληθούν σε χειρουργείο μετά την τρίτη εβδομάδα ή και περισσότερο. Από την άλλη μεριά καθυστέρηση της επέμβασης, μετά από ένα χρόνο, θα οδηγήσει σε οστεοαρθρίτιδα, ρήξεις μηνίσκων, οστεοχόνδρινες βλάβες, αλλά πιθανά και σε συνοδές επιπλέον συνδεσμικές ρήξεις. Παρατηρήθηκε αύξηση 1% της πιθανής βλάβης στους αρθρικούς χόνδρους ανά μήνα, για τον κάθε μήνα από τον τραυματισμό έως το χειρουργείο.

Το μόσχευμα που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από την προτίμηση του χειρουργού, την διαθεσιμότητα μοσχευμάτων “από πλευράς ασθενούς” και την γνώση του ασθενούς, μετά την ενημέρωσή του από τον χειρουργό του. Θα επηρεασθεί η τελική απόφαση από το εάν πρόκειται για το πρώτο χειρουργείο που θα υποβληθεί ο ασθενής ή εάν πρόκειται για αναθεώρηση του μοσχεύματος. Τα συνήθη μοσχεύματα που είναι σε χρήση είναι τα αυτομοσχεύματα και κυρίως οι τένοντες των οπισθίων μηριαίων μυών (ισχνός και ημιτενοντώδης, σε συνδυασμό ώστε να γίνει 4/πλό μόσχευμα) και ο επιγονατιδικός τένων, με οστικά μπλόκ από το κνημιαίο κύρτωμα και από την επιγονατίδα.

Έχουν, τόσο ο επιγονατιδικός τένοντας με τα οστικά του μπλόκ, όσο και οι τένοντες του ισχνού και του ημιυμενώδους, τεχνικές δυσκολίες και απαιτήσεις στην διάρκεια της λήψης τους, όμως είναι «καλοδεχούμενοι» στο σώμα του ασθενούς και στην καινούργια λειτουργία που τους ανατίθεται.

Η γνώση και εκτίμηση όλων των ανωτέρω βιβλιογραφικών γνώσεων και μεταβλητών που αφορούν στον κάθε ασθενή, στον χειρουργό, στην ομάδα φυσικοθεραπείας, στην οικογένεια και στο περιβάλλον, αποτελούν μια δημόσια σηζήτηση με πολλούς συμμετέχοντες και άποψη μου είναι ότι ο κάθε ασθενής δεν θα πρέπει να σταθεί στην γρήγορη αποθεραπεία του, αλλά στην ασφαλέστερη αποκατάσταση του.