Kαρκίνος Παχέος Έντέρου

Ο καρκίνος παχέος εντέρου (Κ.Π.) είναι νεοπλασματική νόσος των δυτικών κοινωνιών. Είναι ο 3ος σε σειρά συχνότητας εμφάνισης, μετά τον καρκίνο του πνεύμονα και προστάτη στους άνδρες, και ο 2ος μετά τον καρκίνο του μαστού, στις γυναίκες. Αποτελεί τη 2η πιο συχνή αιτία θανάτου μετά τον καρκίνο του πνεύμονα.

Η συχνότητα εμφάνισης είναι 35-40 νέες περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού κατ΄ έτος, στην ηλικία των 50-60 ετών, 400-500 νέες περιπτώσεις στην ηλικία των 80 ετών και υπολογίζεται ότι 1-2 στους 20 θα αναπτύξουν Κ.Π κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Ο Κ.Π εντοπίζεται στις γυναίκες συχνότερα στο δεξιό τμήμα του παχέος εντέρου και στους άνδρες στο αριστερό. Ο Κ.Π στο 80-90% των περιπτώσεων είναι σποραδικός και 10-15% οφείλεται σε γενετικούς προδιαθεσικούς παράγοντες, όπως οικογενής πολυποδίαση, κληρονομικά μη πολυποδιασικά σύνδρομα (Lynch I, II), σύνδρομο Gardner κ.ά. Για το λόγο αυτό θεωρείται ότι σε ποσοστό 30-35% ο Κ.Π. προλαμβάνεται ή μπορεί να διαγνωστεί σε πρώιμα στάδια.

Παράγοντες που προδιαθέτουν στην εμφάνιση Κ.Π θεωρούνται:

  • Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι (ελκώδης κολίτιδα, νόσος Crohn) με μεγάλη διαδρομή στο χρόνο, έναρξη σε νεαρή ηλικία και σοβαρές βλάβες
  • Νεοπλασματικοί πολύποδες (αδενωματώδεις και θηλώδη αδενώματα)
  • Ακτινοβολία κοιλίας
  • Προηγούμενο ιστορικό νεοπλάσματος μαστού, οισοφάγου Barrett κ.ά

Ενισχυτικοί παράγοντες θεωρούνται:

  • Η δίαιτα, πλούσια σε θερμίδες, ζωικά λίπη, κόκκινο κρέας, προπαρασκευασμένων γευμάτων και πτωχή σε φυτικές ίνες και ασβέστιο
  • Η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ
  • Το κάπνισμα
  • Η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας

Όλοι οι Κ.Π ξεκινούν από ένα μικρό πολύποδα, ο οποίος για να μετατραπεί σε κακόηθες νεόπλασμα περνούν αρκετά χρόνια. Για να γίνει αυτό χρειάζονται τουλάχιστον 5 μεταλλάξεις γονιδίων με όγκο-γενετική και όγκο-ανασταλτική δραστηριότητα. Ο Κ.Π μετά την ανάπτυξή του μπορεί να επεκταθεί κατά συνέχεια ιστού-ιστών, μέσω των λεμφαγγείων στους λεμφαδένες, των αγγείων σε απομακρυσμένα όργανα, με εμφύτευση κυττάρων στην περιτοναϊκή κοιλότητα και ένδοαυλικά.

Ανάλογα σταδιοποιείται και επηρεάζεται ο σχεδιασμός της θεραπείας του, όπως και η πρόγνωση. Για την σταδιοποίηση του Κ.Π τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα συστήματα είναι το ΤΝΜ, Dukes και η τροποποιησής του κατά Astler Coller.

Η κλινική εικόνα του Κ.Π λόγω της βραδείας ανάπτυξης του είναι ποικίλη. Σε ποσοστό έως και 35-40% δεν υπάρχουν σοβαρά συμπτώματα. Όταν εμφανιστούν εξαρτώνται από την εντόπιση του νεοπλάσματος, την επέκτασή του σε γειτονικά όργανα, στο περιτόναιο, ή σε απομακρυσμένες μεταστάσεις (ήπαρ, πνεύμονες). Τα συνηθέστερα συμπτώματα του δεξιού τμήματος του παχέος εντέρου είναι η μικροσκοπική αιμορραγία και τα εξ αυτής επακόλουθα, όπως εύκολη κόπωση, αδυναμία και καταβολή, διάφορα δυσπεπτικά ενοχλήματα, αλλαγή των συνηθειών του εντέρου ή πόνος όταν στενεύει ή αποφράσεται η περιοχή της ειλεοτυφλικής βαλβίδας. Του αριστερού τμήματος συνήθως είναι η αλλαγή των συνηθειών του εντέρου, με κύρια την εμφάνιση προοδευτικά επιδεινούμενης δυσκοιλιότητας, η οποία μπορεί να εναλλάσσεται με ψευδοδιάρροιες, αποβολή αίματος με τις κενώσεις. Επιπρόσθετα στον καρκίνο του ορθού μπορεί να υπάρχουν συνεχής τάση προς κένωση (τεινεσμός) και πόνος.

Η διάγνωση και πιστοποίηση του Κ.Π απαιτεί ενδοσκοπικό έλεγχο όλου του παχέος εντέρου, λήψη υλικού από κάθε βλάβη και βιοψία. Επιπλέον για την πλήρη σταδιοποίηση του νεοπλάσματος απαιτούνται πέραν των γενικών εξετάσεων αίματος, της ηπατικής βιολογίας, της πηξιολογικής δραστηριότητας του αίματος, του προσδιορισμού καρκινικών δεικτών, της αξιολόγησης του αναπνευστικού και καρδιοαγγειακού συστημάτων, της θρέψης και της αξιολόγησης της βαρύτητας συνοδών άλλων νοσημάτων, απεικονιστικές εξετάσεις κοιλίας και θώρακος (CT, MRI, Pet Scan).

Η επιλογή της ιδανικής θεραπείας του Κ.Π τείνει σήμερα να είναι εξειδικευμένη για κάθε ασθενή. Εξαρτάται από την εντόπισή του, την επέκτασή του σε άλλες γειτονικές δομές ή την ύπαρξη μεταστάσεων. H χειρουργική προσπέλαση για την αντιμετώπιση αυτών των όγκων μπορεί να είναι ανοιχτή, λαπαροσκοπική ή ρομποτική ανάλογα την κατάρτιση και την εμπειρία του χειρουργού καθώς και του κέντρου. Ανάλογα με την αρχική εκτίμηση του όγκου μπορεί να χρειάζεται νεοεπικουρική (προεγχειρητική) χημειοθεραπεία και συμπληρωματική ακτινοθεραπεία για τοπικα προχωρημένους όγκους ορθού, για κάποιους ασθενείς, ενώ ανάλογα με τα αποτελέσματα της ιστολογικής ανάλυσης του όγκου αποφασίζεται η χορήγηση ή μη επικουρικής χημειοθεραπευτικής θεραπείας.