Ο αιφνίδιος θάνατος στις σύγχρονες κοινωνίες

Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος είναι ένα δραματικό γεγονός απώλειας της ζωής που αφορά κυρίως τις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Σαν αιφνίδιος καρδιακός θάνατος ορίζεται αυτός που οφείλεται σε καρδιακά αίτια και συμβαίνει εντός μίας ώρας από την εκδήλωση των συμπτωμάτων.

Αίτια αιφνίδιου θανάτου

Ο αιφνίδιος θάνατος εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές σε άτομα φαινομενικά υγιή ,μπορεί όμως να παρατηρηθεί και σε άτομα με προγενέστερη καρδιακή νόσο. Η συχνότητα το αιφνίδιου καρδιακού θανάτου υπολογίζεται σε 0.4% στο γενικό πληθυσμό. Με το δεδομένο αυτό χάνονται στις ΗΠΑ περίπου 300 χιλιάδες άνθρωποι που οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν γνωστή καρδιακή πάθηση.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η πρώτη αιτία θανάτου στις ανεπτυγμένες χώρες σε ποσοστά υψηλότερα του καρκίνου, των ατυχημάτων και του AIDS. Στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης τα ποσοστά είναι περίπου τα ίδια. Σε αναλογία στη ν Ελλάδα οι αναμενόμενοι θάνατοι είναι περίπου 40.000 ετησίως.

Η κύρια αιτία που συμβαίνει αυτό το δραματικό γεγονός είναι το οξύ ισχαιμικό επεισόδιο ή οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου δηλαδή ολική ή μερική απόφραξη ενός κατά κανόνα στεφανιαίου αγγείου. Ο μηχανισμός που γίνεται η απόφραξη είναι η ανάπτυξη της λεγόμενης αθηρωματικής πλάκας στο εσωτερικό του αγγείου, που όταν αυτή ραγεί συσσωρεύονται στοιχεία πήξεως του αίματος με συνέπεια τη δημιουργία θρόμβου και απώτερο αποτέλεσμα την απόφραξη του αγγείου. Αυτό που επακολουθεί είναι ηλεκτρική αστάθεια δηλαδή κοιλιακή ταχυκαρδία-μαρμαρυγή. Η αρρυθμία αυτή αν δεν αναταχθεί με ηλεκτρική απινίδωση οδηγεί ταχέως σε θάνατο.

Επομένως η αθηρωμάτωση των στεφανιαίων αγγείων και η δημιουργία πλακών κάτω από το ενδοθήλιο των στεφανιαίων αγγείων αποτελεί πρωταρχική αιτία ενδεχόμενου ισχαιμικού επεισοδίου. Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι ο βαθμός της απόφραξης δεν σχετίζεται με το ενδεχόμενο εμφράγματος ή αιφνίδιου θανάτου, αλλά από το πόσο ευάλωτη και μαλακή είναι η αθηρωματική πλάκα. Η σύσταση αυτής της πλάκας αποτελείται κυρίως από χοληστερίνη.

Ο κίνδυνος ανάπτυξης της αθηρωματικής νόσου σχετίζεται με κληρονομικούς παράγοντες, ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη, επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα, το κάπνισμα, την αρτηριακή πίεση, τη φυσική άσκηση και την ψυχική καταπόνηση.

Φαίνεται ότι όσοι περισσότεροι παράγοντες κινδύνου υπάρχουν σε ένα άτομο τόσο περισσότερο αυξάνεται η καρδιαγγειακή θνητότητα, όπως αυτό διαπιστώθηκε από την μελέτη Framingham, και από πολλές άλλες επιδημιολογικές μελέτες και την καθημερινή κλινική πράξη. Η διατροφή και η περιεκτικότητα της τροφής σε χοληστερίνη έχει συσχετισθεί με την επιβίωση. Έτσι διαπιστώθηκε ότι σε χώρες που γίνεται χρήση στη διατροφή ζωικών λιπών πλούσιων σε χοληστερίνη, τα επίπεδα της χοληστερίνης στο γενικό πληθυσμό ήταν αυξημένα με αντίστοιχη αύξηση της καρδιοαγγειακής θνητότητας. Αντίθετα στις μεσογειακές χώρες που το ελαιόλαδο είναι βασικό στοιχείο στο σιτηρέσιο, η καρδιαγγειακή θνητότητα ήταν σημαντικά μικρότερη.

Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι το ελαιόλαδο έχει και αντιοξειδωτικές ιδιότητες δηλαδή εμποδίζει την είσοδο της κακής χοληστερίνης (LDL) στο αγγειακό τοίχωμα για την δημιουργία του αθηρώματος.

Η μείωση της χοληστερίνης στο αίμα είτε με την διατροφή ή την χρήση φαρμάκων όπως είναι οι στατίνες έχει συμβάλει σημαντικά στη μείωση της καρδιαγγειακής θνητότητας.

Η μέτρια καθημερινή άσκηση έχει επίσης ευεργετικά αποτελέσματα στη μείωση της θρομβογόνου δράσεως των παραγόντων του αίματος.

Η μέτρια επίσης κατανάλωση αλκοολούχων ποτών μειώνει τον αιφνίδιο θάνατο και τα θανατηφόρα φράγματα.

Τέλος η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, η διακοπή του καπνίσματος και η ρύθμιση του σακχάρου στους διαβητικούς φαίνεται ότι μειώνει την καρδιαγγειακή θνητότητα και τον αιφνίδιο θάνατο.

Στις ηλικίες κάτω των 30 ετών και μάλιστα στους αθλητές ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος είναι συχνότερος σε ασθενείς με δομική ή ηλεκτρική πάθηση. Η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια είναι η συνηθέστερη αιτία θανάτου σε αυτούς τους ασθενείς. Η ανίχνευση αυτών των ασθενών είναι πολύ σημαντική στην πρόληψη του αιφνίδιου θανάτου. Η αντιμετώπιση των ασθενών αυξημένου κινδύνου γίνεται με την εμφύτευση διαφλέβιου απινιδωτού