Aυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις

Aυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις ονομάζονται οι παθήσεις που προκαλούνται από υπερβολική και λανθασμένη απόκριση του ανοσοποιητικου συστηματος, έναντι του ίδιου του οργανισμού, αναγνωρίζοντας σαν «ξένα» δικά του στοιχεία χωρίς εμφανή αιτιολογικό παράγοντα.

Συνιστούν μια ομάδα νοσημάτων με μεγάλη ετερογενεια ως προς την επιδημιολογία και τις κλινικές εκδηλώσεις. Η συχνότητά τους ανέρχεται σε 5 - 8% στο γενικό πληθυσµό. Αποτελούν τη δεύτερη αιτία εισαγωγών σε παθολογικές κλινικές και την τρίτη αιτία νοσηρότητας/θνητότητας.

Παρά τα τεράστια άλματα και την προοδο που έχει επιτευχθεί στην ανοσολογία, οι αυτοάνοσες παθήσεις εξακολουθούν να παραμένουν ακόμη ένα αίνιγμα με πολλά αδιευκρίνιστα σημεία.

Το ανοσοποιητικο σύστημα είναι το σύστημα άμυνας του οργανισμού που τον προστατεύει από την εισβολή βλαβερών μικροοργανισμών. Αποτελείται από ένα δίκτυο κυττάρων, ιστών και οργάνων που δρουν συνδιασμένα και αρμονικά.

Θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την αυτοανοσία από την αυτοάνοση νόσο. Η αυτοανοσία χαρακτηρίζεται από την παρουσία εργαστηριακών γνωρισμάτων, όπως είναι τα αυτοαντισώματα, δηλαδή τα αντισώματα που αναγνωρίζουν στοιχεία του ίδιου του οργανισμού, χωρίς όμως αυτά να προκαλούν βλάβες στους ιστούς.

Το κοινό χαρακτηριστικό των αυτοανόσων νοσημάτων είναι η ύπαρξη αυτοδραστικών κλώνων λεμφοκυττάρων με αποτέλεσμα η βλάβη στους ιστούς και τα όργανα να προκύπτει από την αντίδραση των αυτοδραστικών κλώνων, προς ίδια αντιγόνα. Τα νοσήματα αυτά, είναι δυνατόν να κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά.

Τα συνηθέστερα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα είναι ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, το Σκληρόδερμα. οι Αγγειίτιδες, η Μικτή Νόσος του Συνδετικού Ιστού, η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα, το Σύνδρομο Sjogren, οι Μυοσίτιδες κ.ά. Δυνητικά, κάθε όργανο μπορεί να προσβληθεί σε αυτά τα νοσήματα.

Η διάγνωση βασίζεται κυρίως στα συμπτώματα του ασθενή (ιστορικό ασθενούς) στα ευρήματα της φυσικής εξέτασης και στα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων.

Σημαντικά σημεία αποτελούν:

  1. Τα συμπτώματα πολλών από αυτά -όπως η κόπωση- είναι ασαφή.
  2. Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων μπορεί να βοηθήσουν, αλλά συχνά δεν είναι ικανά να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση.
  3. Μεμονωμένα εργαστηριακά ευρήματα -χωρίς συμπτώματα- δεν τεκμηριώνουν νόσο.

Η πορεία κάθε νόσου διακρίνεται σε:

Υποκλινική: Παρουσία µόνο ορολογικών δεικτών χωρίς κλινική συµπτωµατολογία.

Πρώιµη: Νόσος που υπάρχει για λιγότερο από 1-2 χρόνια. Η ιστική βλάβη συνήθως είναι µικρή και αναστρέψιµη.
Εγκατεστηµένη: Νόσος που υπάρχει περισσότερο από 1-2 χρόνια. Η ιστική βλάβη συνήθως είναι µεγάλη και ίσως µη αναστρέψιµη.

Τα αυτοαντισώµατα στην κλινική πράξη: Η ανιχνευση τους από τον ρευματολογο πρέπει να γίνεται υπό συγκεκριμενες προυποθεσεις. Μερικά από αυτά είναι: πρωτεϊνες ορού: αντι-ανοσοσφαιρίνη (ρευµατοειδής παράγοντας) κυτταρικές µεµβράνες: αντιγόνα ερυθρών αιµοσφαιρίων (coombs), αντι-β2gpi (antiphospholipid syndrome), πυρηνικά και κυτταροπλασµατικά αντιγόνα: αντιπυρηνικά αντισώµατα κ.ά.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η διαχρονική εξέλιξη των νόσημάτων αυτών, αλλά και η μελέτη της μοριακής παθολογίας της φλεγμονής της άρθρωσης, έχει οδηγήσει σε νέες θεραπευτικές στρατηγικές που στοχεύουν σε εξειδικευμένα στοιχεία της ανοσολογικης απαντησης. Γνωρίζοντας τη λειτουργία του ανοσοποιητικου συστηματος, δρούμε στοχευμενα , και πιο αποτελεσματικά.

Το θεραπευτικό οπλοστάσιο του ρευματολόγου είναι πλούσιο: Αποτελείται από φαρμακευτικά σκευάσματα που λαμβάνονται από του στόματος, αλλά και από τους λεγόμενους «βιολογικους παράγοντες» που έχουν αλλάξει κυριολεκτικά τη θεραπευτική αντιμετώπιση των νοσημάτων αυτών. Μεγάλο ρόλο, εκτός από τα σκευάσματα αυτά, στη θεραπεία των νοσημάτων, παίζει και μια καλά ισορροπημένη διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως, άπαχο ζωικό λίπος και πρωτεΐνη.

Συμπερασματικά, η διάγνωση της πρώιμης νόσου είναι επιβεβλημένη για την καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση. Το εργαστήριο είναι πολύτιμος σύμμαχος για την πρόβλεψη της νόσου, την πρώιμη διάγνωση και τη παρακολούθησή της. Τέλος, η επιλογή των εξετάσεων, θα πρέπει να γίνεται µε βάση την κλινική εικόνα και τα συγκεκριµένα ευρήματα από την κλινική εξέταση του ασθενούς.